νήρις

νήρις
Κωμόπολη της αρχαίας Κυνουρίας, που αναφέρεται από τον Παυσανία (II, 38,6). Η θέση της φαίνεται να ήταν κοντά στο χωριό Ελληνικό, όπου σώζονται ερείπια από αρχαία τείχη.
* * *
(I)
νήρις, -ιος, ἡ (Α)
το φυτό νάρδος.
————————
(II)
νήρις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κοίλος βράχος, σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από το νηρόν «ταπεινόν» + επίθημα -ις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Νηρίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηρί — Νηρίς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νηρίδας — Νηρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”